Κουρασμένος στα γαλλικά

Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fatiguer, las, canuler, barber, briser, fatigué, harasser, lasser, endormir, embêter, ennuyer, fatigués, fatiguée, fatigue, assez
Κουρασμένος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρασμένος

κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, κουρασμένος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • κουρέας στα γαλλικά - coiffeur, barbier, Barber, salon de coiffure, coiffure
  • κουρέλι στα γαλλικά - lambeau, chiffe, loque, torchon, haillon, chiffon, mâtiner, ...
  • κουραφέξαλα στα γαλλικά - absurde, fondant, cochonner, caquet, jaspiner, jaser, racontar, ...
  • κουρδίζω στα γαλλικά - pet, enrouler, chant, air, remonter, haleine, dévider, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: fatiguer, las, canuler, barber, briser, fatigué, harasser, lasser, endormir, embêter, ennuyer, fatigués, fatiguée, fatigue, assez