Κουρασμένος στα νορβηγικά

Μετάφραση: κουρασμένος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trøtt, trett, sliten, lei, slitne
Κουρασμένος στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρασμένος

κουρασμένος ηρακλής, κουρασμένος перевод, ονειροκρίτης κουρασμένος, νιώθω κουρασμένος, ξυπνάω κουρασμένοσ, κουρασμένος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, κουρασμένος στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • κουρέας στα νορβηγικά - frisør, barber, frisøren, barberer
  • κουρέλι στα νορβηγικά - klut, fille, rag, sk
  • κουραφέξαλα στα νορβηγικά - nøtter, muttere, mutrene, nuts, mutterne
  • κουρδίζω στα νορβηγικά - fis, låt, melodi, harmoni, vind, blåst, tune, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρασμένος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: trøtt, trett, sliten, lei, slitne