Λαβωμένος στα δανικά
Μετάφραση: λαβωμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sårede, såret, saaret, saarede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβωμένος
λαβωμένος άγγελος, λαβωμένος λεξικό γλώσσας δανικά, λαβωμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- λαβή στα δανικά - håndtag, gribe, hank, håndtere, at håndtere, håndterer, klare, ...
- λαβίδα στα δανικά - tang, pincet, pincetter, en pincet, pincetten, pincet til
- λαβύρινθος στα δανικά - labyrint, labyrinten, labyrinth
- λαβώνω στα δανικά - såre, krænke, sår, gribende, gribe, Fængslende, at gribe, ...
Τυχαίες λέξεις
Λαβωμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sårede, såret, saaret, saarede
Μεταφράσεις: sårede, såret, saaret, saarede