Λαβωμένος στα πολωνικά
Μετάφραση: λαβωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ranny, rannych, ranni, zraniony, rannymi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβωμένος
λαβωμένος άγγελος, λαβωμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, λαβωμένος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- λαβή στα πολωνικά - zaczepienie, uchwyt, chwyt, opanowanie, trzymać, ująć, uścisk, ...
- λαβίδα στα πολωνικά - cęgi, kleszcze, obcęgi, obcążki, szczypce, pinceta, pincety, ...
- λαβύρινθος στα πολωνικά - labirynt, oszołomienie, zmylać, zmylić, plątanina, oszołomić, oszałamiać, ...
- λαβώνω στα πολωνικά - zranić, okaleczenie, podstrzelić, ranić, rana, postrzał, Ściskając, ...
Τυχαίες λέξεις
Λαβωμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ranny, rannych, ranni, zraniony, rannymi
Μεταφράσεις: ranny, rannych, ranni, zraniony, rannymi