Λαβωμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: λαβωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заведений, поранений, поранено, поранена
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβωμένος
λαβωμένος άγγελος, λαβωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λαβωμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λαβή στα ουκρανικά - затирати, хватка, ручка, затискати, схоплювання, обробляти, опрацьовувати
- λαβίδα στα ουκρανικά - щипці, пінцет, пинцет
- λαβύρινθος στα ουκρανικά - темно-синій, лабіринт, лаборант
- λαβώνω στα ουκρανικά - потенційний, захоплюючий, захопливий, захоплююча, захоплює
Τυχαίες λέξεις
Λαβωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: заведений, поранений, поранено, поранена
Μεταφράσεις: заведений, поранений, поранено, поранена