Λαβωμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λαβωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
feridos, ferido, ferida, feridas, feriu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβωμένος
λαβωμένος άγγελος, λαβωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λαβωμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λαβή στα πορτογαλικά - aperto, moer, gripe, maleta, manusear, manipular, manejar, ...
- λαβίδα στα πορτογαλικά - alicate, tom, pinça, pinças, tweezers, uma pinça, pinças de
- λαβύρινθος στα πορτογαλικά - labirinto, do labirinto, de labirinto, labyrinth, labirinto de
- λαβώνω στα πορτογαλικά - ferir, digno, ferida, vulnerar, ferimento, lesão, Agarrar, ...
Τυχαίες λέξεις
Λαβωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: feridos, ferido, ferida, feridas, feriu
Μεταφράσεις: feridos, ferido, ferida, feridas, feriu