Λαβωμένος στα τούρκικα

Μετάφραση: λαβωμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaralı, yaralandı, yaralandığı, yaralanmış, yaralılar
Λαβωμένος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαβωμένος

λαβωμένος άγγελος, λαβωμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, λαβωμένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • λαβή στα τούρκικα - tutma, kulp, yakalamak, sap, işlemek, ele, idare, ...
  • λαβίδα στα τούρκικα - cımbız, cımbızları, tutaçları, cımbızlar, cımbızı
  • λαβύρινθος στα τούρκικα - labirent, labyrinth, bir labirent, labirenti
  • λαβώνω στα τούρκικα - yara, kavrama, sürükleyici, Gripping, tutuş, kavrayıcı
Τυχαίες λέξεις
Λαβωμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yaralı, yaralandı, yaralandığı, yaralanmış, yaralılar