Λαβωμένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: λαβωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sebesült, megsebesült, sebesültek, sérült, sebesülteket
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαβωμένος
λαβωμένος άγγελος, λαβωμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λαβωμένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- λαβή στα ουγγρικά - tusanyak, kézitáska, befogófej, megmarkolás, influenza, szorítás, náthaláz, ...
- λαβίδα στα ουγγρικά - csipesz, csipeszek, csipesszel, csipeszt, csipeszeket
- λαβύρινθος στα ουγγρικά - labirintus, labyrinthus, labirint, a labyrinthus
- λαβώνω στα ουγγρικά - Megragadta, lebilincselő, megfogó, fogóelemek, keresztül fogóelemek
Τυχαίες λέξεις
Λαβωμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sebesült, megsebesült, sebesültek, sérült, sebesülteket
Μεταφράσεις: sebesült, megsebesült, sebesültek, sérült, sebesülteket