Μαγειρεύω στα δανικά

Μετάφραση: μαγειρεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kok, koge, cook, kokken, Kog, Cooks
Μαγειρεύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαγειρεύω

μαγειρεύω οικονομικά, μαγειρεύω οικονομικά χαλβάς, μαγειρεύω ονειροκρίτης, μαγειρεύω καλλυντικά, μαγειρεύω οικονομικά 2014, μαγειρεύω λεξικό γλώσσας δανικά, μαγειρεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαγαρίζω στα δανικά - tilsøle, jord, beskidt, dirty, beskidte, snavset, snavsede
  • μαγεία στα δανικά - magi, trylleri, magic, magiske, magisk, magien
  • μαγειρική στα δανικά - madlavning, cookery, koge
  • μαγειρικός στα δανικά - kulinarisk, kulinariske
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kok, koge, cook, kokken, Kog, Cooks