Μαγειρεύω στα ισλανδικά
Μετάφραση: μαγειρεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
matreiðslumaður, brugga, elda, matbúa, Cook, kokkur, að elda, Kokkurinn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαγειρεύω
μαγειρεύω οικονομικά, μαγειρεύω οικονομικά χαλβάς, μαγειρεύω ονειροκρίτης, μαγειρεύω καλλυντικά, μαγειρεύω οικονομικά 2014, μαγειρεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μαγειρεύω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μαγαρίζω στα ισλανδικά - menga, ata, saurga, óhrein, óhreinum, óhreinn, óhreint, ...
- μαγεία στα ισλανδικά - galdur, seiður, galdra, Magic, töfra
- μαγειρική στα ισλανδικά - Cookery
- μαγειρικός στα ισλανδικά - matreiðslu
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: matreiðslumaður, brugga, elda, matbúa, Cook, kokkur, að elda, Kokkurinn
Μεταφράσεις: matreiðslumaður, brugga, elda, matbúa, Cook, kokkur, að elda, Kokkurinn