Μαγειρεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μαγειρεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
куховар, варіння, заварка, куховарити, варити, готувати, вариво, зварити, кухар, повар
Μαγειρεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαγειρεύω

μαγειρεύω οικονομικά, μαγειρεύω οικονομικά χαλβάς, μαγειρεύω ονειροκρίτης, μαγειρεύω καλλυντικά, μαγειρεύω οικονομικά 2014, μαγειρεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μαγειρεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μαγαρίζω στα ουκρανικά - опитування, розбещувати, опоганювати, дефіле, профанувати, голосування, підрізання, ...
  • μαγεία στα ουκρανικά - волхв, чарівний, чарівливий, магія, магия
  • μαγειρική στα ουκρανικά - кулінарія, кулинария
  • μαγειρικός στα ουκρανικά - кухонний, кулінарний
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: куховар, варіння, заварка, куховарити, варити, готувати, вариво, зварити, кухар, повар