Μαγειρεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: μαγειρεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keukenmeid, kokkin, koken, kok, Cook, Kook
Μαγειρεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαγειρεύω

μαγειρεύω οικονομικά, μαγειρεύω οικονομικά χαλβάς, μαγειρεύω ονειροκρίτης, μαγειρεύω καλλυντικά, μαγειρεύω οικονομικά 2014, μαγειρεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαγειρεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μαγαρίζω στα ολλανδικά - ondergrond, ontheiligen, profaneren, bodem, aardrijk, ontwijden, grond, ...
  • μαγεία στα ολλανδικά - drogbeeld, magisch, waan, toverachtig, zinsbedrog, illusie, magie, ...
  • μαγειρική στα ολλανδικά - kookkunst, cookery, koken, keuken, gastronomie
  • μαγειρικός στα ολλανδικά - culinaire, culinair, de culinaire
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: keukenmeid, kokkin, koken, kok, Cook, Kook