Μαγειρεύω στα σουηδικά
Μετάφραση: μαγειρεύω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kock, koka, Cook, kocken, laga mat, Koka
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαγειρεύω
μαγειρεύω οικονομικά, μαγειρεύω οικονομικά χαλβάς, μαγειρεύω ονειροκρίτης, μαγειρεύω καλλυντικά, μαγειρεύω οικονομικά 2014, μαγειρεύω λεξικό γλώσσας σουηδικά, μαγειρεύω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μαγαρίζω στα σουηδικά - jord, förorena, mark, smuts, smutsig, smutsiga, smutsigt, ...
- μαγεία στα σουηδικά - trolleri, magi, magiska, magic, magisk, magin
- μαγειρική στα σουηδικά - matlagning, cookery, gastronomi, matlagnings, cookeryen
- μαγειρικός στα σουηδικά - culinary, kulinariska, kulinarisk, kulinariskt
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρεύω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kock, koka, Cook, kocken, laga mat, Koka
Μεταφράσεις: kock, koka, Cook, kocken, laga mat, Koka