Μαγειρεύω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μαγειρεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
готвачот, Кук, Гответе, готвач, готви
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαγειρεύω
μαγειρεύω οικονομικά, μαγειρεύω οικονομικά χαλβάς, μαγειρεύω ονειροκρίτης, μαγειρεύω καλλυντικά, μαγειρεύω οικονομικά 2014, μαγειρεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μαγειρεύω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μαγαρίζω στα σλαβομακεδονικά - тлото, валкани, валкано, валкана, валкан, валканите
- μαγεία στα σλαβομακεδονικά - илузија, магијата, магија, магичната, магичен, магична
- μαγειρική στα σλαβομακεδονικά - кулинарство, готвење, готварска, за готвење, кулинарски, Нетоксични Живо Готвење
- μαγειρικός στα σλαβομακεδονικά - кулинарски, кулинарството, кулинарска, Кулинарство, кулинарските
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: готвачот, Кук, Гответе, готвач, готви
Μεταφράσεις: готвачот, Кук, Гответе, готвач, готви