Μαγειρεύω στα τούρκικα
Μετάφραση: μαγειρεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pişirmek, aşçı, Cook, bir aşçı, yemek, Mutfak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαγειρεύω
μαγειρεύω οικονομικά, μαγειρεύω οικονομικά χαλβάς, μαγειρεύω ονειροκρίτης, μαγειρεύω καλλυντικά, μαγειρεύω οικονομικά 2014, μαγειρεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, μαγειρεύω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μαγαρίζω στα τούρκικα - toprak, pislik, yer, kir, kirletmek, kirli, pis, ...
- μαγεία στα τούρκικα - hayal, kuruntu, büyü, sihirli, Magic, sihir, sihirli bir
- μαγειρική στα τούρκικα - aşçılık, Cookery, Aşçılığı, sofra, yemek pişirme
- μαγειρικός στα τούρκικα - mutfak, Culinary, mutfak Kültürü, yemek, aşçılık
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: pişirmek, aşçı, Cook, bir aşçı, yemek, Mutfak
Μεταφράσεις: pişirmek, aşçı, Cook, bir aşçı, yemek, Mutfak