Μαγειρεύω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μαγειρεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cozinheira, cozinheiro, cozinhar, cozer, cook, Cozinhe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαγειρεύω
μαγειρεύω οικονομικά, μαγειρεύω οικονομικά χαλβάς, μαγειρεύω ονειροκρίτης, μαγειρεύω καλλυντικά, μαγειρεύω οικονομικά 2014, μαγειρεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μαγειρεύω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μαγαρίζω στα πορτογαλικά - chão, abrandar, sujar, solo, terra, amaciar, solos, ...
- μαγεία στα πορτογαλικά - compartimento, mágica, ilusão, jornal, mágico, magia, magic, ...
- μαγειρική στα πορτογαλικά - culinária, cozinha, cookery, gastronomia, de culinária
- μαγειρικός στα πορτογαλικά - culinária, culinário, culinary, gastronómica, culinárias
Τυχαίες λέξεις
Μαγειρεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cozinheira, cozinheiro, cozinhar, cozer, cook, Cozinhe
Μεταφράσεις: cozinheira, cozinheiro, cozinhar, cozer, cook, Cozinhe