Μπόλι στα δανικά

Μετάφραση: μπόλι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
inokulum, inoculum, podestof, podestoffet, podemateriale
Μπόλι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόλι

το μπόλι, μπόλι active member πέρασμα στ ́ακρόνειρο, μπόλι active member, μπόλι λεξικό γλώσσας δανικά, μπόλι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μπρούτζος στα δανικά - bronze, fræk, skamløse, uforskammede, frække, skamløs
  • μπόι στα δανικά - konstruere, bygge, højde, højden
  • μπόλικος στα δανικά - partier, masser, meget, mange, masse
  • μπόσικος στα δανικά - sid, løs, frigive, bosikos
Τυχαίες λέξεις
Μπόλι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: inokulum, inoculum, podestof, podestoffet, podemateriale