Μπόλι στα ουκρανικά
Μετάφραση: μπόλι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нащадок, пагін, парость, утеча, прищеплювальний, прищепний, щеплення
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπόλι
το μπόλι, μπόλι active member πέρασμα στ ́ακρόνειρο, μπόλι active member, μπόλι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μπόλι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μπρούτζος στα ουκρανικά - бронза, бронзовий, мідний
- μπόι στα ουκρανικά - збудувати, побудувати, розбудувати, збудуйте, висота, короткі хвилі, Піднімаються, ...
- μπόλικος στα ουκρανικά - рислінг, багато
- μπόσικος στα ουκρανικά - неактивний, петлі, недбалий, несильний, розбещений, bosikos
Τυχαίες λέξεις
Μπόλι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нащадок, пагін, парость, утеча, прищеплювальний, прищепний, щеплення
Μεταφράσεις: нащадок, пагін, парость, утеча, прищеплювальний, прищепний, щеплення