Μπόλι στα ιταλικά

Μετάφραση: μπόλι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inoculo, dell'inoculo, di inoculo, l'inoculo
Μπόλι στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόλι

το μπόλι, μπόλι active member πέρασμα στ ́ακρόνειρο, μπόλι active member, μπόλι λεξικό γλώσσας ιταλικά, μπόλι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μπρούτζος στα ιταλικά - bronzo, sfacciato, sfacciata, di bronzo, sfrontato, di rame
  • μπόι στα ιταλικά - fabbricare, edificare, costruzione, costruire, altezza, l'altezza, in altezza, ...
  • μπόλικος στα ιταλικά - lotti, sacco, un sacco, molto, molti
  • μπόσικος στα ιταλικά - rilasciare, floscio, lento, libero, rilassato, allentato, lasciare, ...
Τυχαίες λέξεις
Μπόλι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inoculo, dell'inoculo, di inoculo, l'inoculo