Μπόλι στα ολλανδικά

Μετάφραση: μπόλι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inoculum, entstof, ent, entmateriaal, het inoculum
Μπόλι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπόλι

το μπόλι, μπόλι active member πέρασμα στ ́ακρόνειρο, μπόλι active member, μπόλι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μπόλι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μπρούτζος στα ολλανδικά - bronzen, brons, koperen, brutale, schaamteloze, brutaal
  • μπόι στα ολλανδικά - construeren, metselen, maken, bouwen, aanleggen, hoogte, lengte, ...
  • μπόλικος στα ολλανδικά - veel, percelen, heel veel, kavels, tal
  • μπόσικος στα ολλανδικά - mul, rul, bevrijden, verlossen, loslaten, afhelpen, bosikos
Τυχαίες λέξεις
Μπόλι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inoculum, entstof, ent, entmateriaal, het inoculum