Μπόλι στα λιθουανικά
Μετάφραση: μπόλι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkratas, inokuliatas, inokuliantą, inokuliato, inokuliantas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπόλι
το μπόλι, μπόλι active member πέρασμα στ ́ακρόνειρο, μπόλι active member, μπόλι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μπόλι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μπρούτζος στα λιθουανικά - bronza, varinis, Naglių, įžūliam, varinę, begėdis
- μπόι στα λιθουανικά - statyti, konstrukcija, konstitucija, aukštis, Ūgis, aukščio, aukštį
- μπόλικος στα λιθουανικά - sklypai, daug, lots, partijos, daugybė
- μπόσικος στα λιθουανικά - bosikos
Τυχαίες λέξεις
Μπόλι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užkratas, inokuliatas, inokuliantą, inokuliato, inokuliantas
Μεταφράσεις: užkratas, inokuliatas, inokuliantą, inokuliato, inokuliantas