Παγκοσμίως στα δανικά
Μετάφραση: παγκοσμίως, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
verden, Verdens, verdensmarkedet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παγκοσμίως
παγκοσμίως χάρτης, σεισμοί παγκοσμίως, ώρα παγκοσμίως, ώρεσ παγκοσμίωσ, παγκοσμίως λεξικό γλώσσας δανικά, παγκοσμίως στα δανικά
Μεταφράσεις
- παγιδεύω στα δανικά - fælde, entrap, indfange, indeslutte, fange, indkapsle
- παγκάκι στα δανικά - bænk, bænken, bænk med, bench, prøvebænk
- παγκόσμιος στα δανικά - på verdensplan, verdensplan, verdensomspændende, hele verden, verden over
- παγοπληξία στα δανικά - frost, frostvejr, frosten, rim
Τυχαίες λέξεις
Παγκοσμίως στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: verden, Verdens, verdensmarkedet
Μεταφράσεις: verden, Verdens, verdensmarkedet