Παγκοσμίως στα ολλανδικά

Μετάφραση: παγκοσμίως, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wereldwijd, wereld, werelds, hele wereld, ter wereld, s werelds
Παγκοσμίως στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παγκοσμίως

παγκοσμίως χάρτης, σεισμοί παγκοσμίως, ώρα παγκοσμίως, ώρεσ παγκοσμίωσ, παγκοσμίως λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παγκοσμίως στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παγιδεύω στα ολλανδικά - slag, klem, val, valstrik, hinderlaag, bek, afgrond, ...
  • παγκάκι στα ολλανδικά - rek, schraag, stellage, bok, zitbank, ezel, bank, ...
  • παγκόσμιος στα ολλανδικά - algemeen, universeel, wereldwijd, wereldwijde, wereld, hele wereld, de hele wereld
  • παγοπληξία στα ολλανδικά - vorst, frost, rijp, de vorst, ijs
Τυχαίες λέξεις
Παγκοσμίως στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wereldwijd, wereld, werelds, hele wereld, ter wereld, s werelds