Παγκοσμίως στα τούρκικα
Μετάφραση: παγκοσμίως, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
evrensel, dünya, Dünyanın, Dünyayı, dünyaca, dünyada
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παγκοσμίως
παγκοσμίως χάρτης, σεισμοί παγκοσμίως, ώρα παγκοσμίως, ώρεσ παγκοσμίωσ, παγκοσμίως λεξικό γλώσσας τούρκικα, παγκοσμίως στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- παγιδεύω στα τούρκικα - pusu, tuzak, tuzağa düşürmek, yakalamak, tutmaktadır, tuzağa, entrap
- παγκάκι στα τούρκικα - bank, sıra, tezgâh, tezgah, kulübesi, Oynayamadığı zamanlar, bankları
- παγκόσμιος στα τούρκικα - evrensel, dünya çapında, dünyada, dünya, dünya çapındaki, dünya genelinde
- παγοπληξία στα τούρκικα - don, donma, frost, kırağlanma, dona
Τυχαίες λέξεις
Παγκοσμίως στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: evrensel, dünya, Dünyanın, Dünyayı, dünyaca, dünyada
Μεταφράσεις: evrensel, dünya, Dünyanın, Dünyayı, dünyaca, dünyada