Σχολαστικός στα δανικά

Μετάφραση: σχολαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
boglig, boglige, lærd, bookish, læsende
Σχολαστικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχολαστικός

σχολαστικός συνώνυμο, σχολαστικός συνώνυμα, σχολαστικός αγγλικα, σχολαστικός στα αγγλικα, ευάγριος σχολαστικός, σχολαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, σχολαστικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σχισμή στα δανικά - revne, slot, spalte, åbningen, slids, slidsen
  • σχιστόλιθος στα δανικά - skifer, slate, tavle, skifergrå
  • σχολείο στα δανικά - skole, skolen, skolens, school, skoler
  • σχολιάζω στα δανικά - bemærkning, kommentar, kommentarer, kommentaren, spørgsmål eller kommentar
Τυχαίες λέξεις
Σχολαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: boglig, boglige, lærd, bookish, læsende