Σχολαστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σχολαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estudioso, livresco, livresca, bookish, estudiosa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σχολαστικός
σχολαστικός συνώνυμο, σχολαστικός συνώνυμα, σχολαστικός αγγλικα, σχολαστικός στα αγγλικα, ευάγριος σχολαστικός, σχολαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σχολαστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σχισμή στα πορτογαλικά - entalhe, brecha, fenda, inclinação, ranhura, slot de, compartimento
- σχιστόλιθος στα πορτογαλικά - ardósia, lousa, slate, de ardósia, chapa
- σχολείο στα πορτογαλικά - escolas, estudante, escola, da escola, escolar, escola de, a escola
- σχολιάζω στα πορτογαλικά - observação, comentário, comentar, comentários
Τυχαίες λέξεις
Σχολαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estudioso, livresco, livresca, bookish, estudiosa
Μεταφράσεις: estudioso, livresco, livresca, bookish, estudiosa