Σχολαστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σχολαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boekachtig, bookish, leesgraag, schoolse, boekenwurm
Σχολαστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχολαστικός

σχολαστικός συνώνυμο, σχολαστικός συνώνυμα, σχολαστικός αγγλικα, σχολαστικός στα αγγλικα, ευάγριος σχολαστικός, σχολαστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σχολαστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σχισμή στα ολλανδικά - schram, gaping, kier, kloof, barst, split, sleuf, ...
  • σχιστόλιθος στα ολλανδικά - leisteen, lei, leien, leistenen, slate
  • σχολείο στα ολλανδικά - leerschool, school, kunstrichting, schoolgroep, de school, scholen, schoolgebouw
  • σχολιάζω στα ολλανδικά - aanmerking, praatje, commentaar, annoteren, opmerking, opmerking toe, mening, ...
Τυχαίες λέξεις
Σχολαστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: boekachtig, bookish, leesgraag, schoolse, boekenwurm