Σχολαστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: σχολαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
книжковий, книжкова, книг, книжкову, Книжний
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σχολαστικός
σχολαστικός συνώνυμο, σχολαστικός συνώνυμα, σχολαστικός αγγλικα, σχολαστικός στα αγγλικα, ευάγριος σχολαστικός, σχολαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σχολαστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σχισμή στα ουκρανικά - виїмка, щілину, тріщина, ущелина, вставити, щілина, уставити, ...
- σχιστόλιθος στα ουκρανικά - програма, люк, шаруватий, шифер
- σχολείο στα ουκρανικά - тренувати, виховувати, приборкувати, академія, школа
- σχολιάζω στα ουκρανικά - розтлумачувати, тлумачення, коментар, анотувати, відмічати, анотуйте, відмітити, ...
Τυχαίες λέξεις
Σχολαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: книжковий, книжкова, книг, книжкову, Книжний
Μεταφράσεις: книжковий, книжкова, книг, книжкову, Книжний