Σωματικά στα δανικά

Μετάφραση: σωματικά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kropslig, kropslige, fysisk, legemlig, personskade
Σωματικά στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωματικά

σωματικά υγρά, σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα των μουσικών, σωματικά κύτταρα στο γάλα, σωματικά συμπτώματα άγχους, σωματικά συμπτώματα, σωματικά λεξικό γλώσσας δανικά, σωματικά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σωματείο στα δανικά - Corporation, selskab, selskabsskat, selskabsskatten
  • σωματειακός στα δανικά - forening, union, sammenslutning, somateiakos
  • σωματικός στα δανικά - legemlig, fysisk, fysiske, den fysiske
  • σωματοφύλακας στα δανικά - bodyguard, livvagt, bodyguarden, livgarde
Τυχαίες λέξεις
Σωματικά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kropslig, kropslige, fysisk, legemlig, personskade