Τρεμούλιασμα στα δανικά

Μετάφραση: τρεμούλιασμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tremor, rysten, rystelser, skælven, rystelse
Τρεμούλιασμα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρεμούλιασμα

τρεμούλιασμα κεφαλιού, τρεμούλιασμα ματιού, τρεμούλιασμα ματιών, τρεμούλιασμα βλεφάρου, τρεμούλιασμα χεριών, τρεμούλιασμα λεξικό γλώσσας δανικά, τρεμούλιασμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τρεμοφέγγω στα δανικά - skinnende, shimmery, glitrende
  • τρεμούλα στα δανικά - dither, rastersimulering, rastersimulering af, rystesignal
  • τριάδα στα δανικά - tre, triade, treklang, triaden, treklangen
  • τριάντα στα δανικά - tredive, thirty, indenfor
Τυχαίες λέξεις
Τρεμούλιασμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tremor, rysten, rystelser, skælven, rystelse