Τρεμούλιασμα στα εσθονικά
Μετάφραση: τρεμούλιασμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värin, värisev, vappumine, värisemine, treemor, treemori, värinad
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρεμούλιασμα
τρεμούλιασμα κεφαλιού, τρεμούλιασμα ματιού, τρεμούλιασμα ματιών, τρεμούλιασμα βλεφάρου, τρεμούλιασμα χεριών, τρεμούλιασμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, τρεμούλιασμα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- τρεμοφέγγω στα εσθονικά - läiklema, võbelus, kuma, helkiva, shimmery, sädelevad
- τρεμούλα στα εσθονικά - hirmuärevus, judin, lõdisemine, pseudotoonimine, fluktuatsioonsignaale, Jahka, Ihan hermona, ...
- τριάδα στα εσθονικά - algaja, kolmainsus, triaad, triaadi, kolmkõla, TRIAD
- τριάντα στα εσθονικά - kolmkümmend, kolmekümne
Τυχαίες λέξεις
Τρεμούλιασμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: värin, värisev, vappumine, värisemine, treemor, treemori, värinad
Μεταφράσεις: värin, värisev, vappumine, värisemine, treemor, treemori, värinad