Τρεμούλιασμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: τρεμούλιασμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tremor, beven, trilling, trillen, beving
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρεμούλιασμα
τρεμούλιασμα κεφαλιού, τρεμούλιασμα ματιού, τρεμούλιασμα ματιών, τρεμούλιασμα βλεφάρου, τρεμούλιασμα χεριών, τρεμούλιασμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τρεμούλιασμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τρεμοφέγγω στα ολλανδικά - shimmery, glanzende, glimmende, glinsterende, glinsterend
- τρεμούλα στα ολλανδικά - dithering, dither, dither-, dithersignaal
- τριάδα στα ολλανδικά - triade, drietal, drieklank, trias, trits
- τριάντα στα ολλανδικά - dertig, dertigtal, half, van dertig, de dertig
Τυχαίες λέξεις
Τρεμούλιασμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tremor, beven, trilling, trillen, beving
Μεταφράσεις: tremor, beven, trilling, trillen, beving