Τρυφερότητα στα δανικά
Μετάφραση: τρυφερότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ømhed, mørhed, ømhed i, mhed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρυφερότητα
τρυφερότητα ποίηση, τρυφερότητα συνωνυμα, τρυφερότητα ταινία, τρυφερότητα κρέατος, τρυφερότητα συνώνυμο, τρυφερότητα λεξικό γλώσσας δανικά, τρυφερότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- τρυπώ στα δανικά - tap, hanen, du trykke på, skal du trykke på, ledningsvand
- τρυφερός στα δανικά - øm, følsom, sød, kærlig, kærlige, elske, at elske, ...
- τρωκτικό στα δανικά - gnaver, gnavere, gnaveren, mod gnavere
- τρόμος στα δανικά - forskrækkelse, rædsel, frygt, tremor, rysten, rystelser, skælven, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ømhed, mørhed, ømhed i, mhed
Μεταφράσεις: ømhed, mørhed, ømhed i, mhed