Τρυφερότητα στα ουκρανικά

Μετάφραση: τρυφερότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кохання, хворобу, прихильність, ласка, любов, ніжність, нежность
Τρυφερότητα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρυφερότητα

τρυφερότητα ποίηση, τρυφερότητα συνωνυμα, τρυφερότητα ταινία, τρυφερότητα κρέατος, τρυφερότητα συνώνυμο, τρυφερότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρυφερότητα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τρυπώ στα ουκρανικά - вартість, ціноутворення, кран
  • τρυφερός στα ουκρανικά - чуттєвий, молодій, ніжний, уразливий, люблячий, молодий, молодої, ...
  • τρωκτικό στα ουκρανικά - їхав, гризун, білка
  • τρόμος στα ουκρανικά - сум, переляк, терор, страх, тривога, жах, жахіття, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кохання, хворобу, прихильність, ласка, любов, ніжність, нежность