Ανήκω στα εσθονικά
Μετάφραση: ανήκω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuuluma, kuuluvad, kuulu, kuulub, kuuluda
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήκω
ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανήκω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ανέχομαι στα εσθονικά - taluma, näoilme, heakskiit, lubama, sallima, talu, taluda, ...
- ανήθικος στα εσθονικά - moraalivastane, ebamoraalne, amoraalne, moraalitonta, ebamoraalsed, ebamoraalse
- ανήμπορος στα εσθονικά - abitu, abitus, abitud, abitust, abitusse
- ανήσυχα στα εσθονικά - närviliselt, kohmetult, rahutult, murelikult
Τυχαίες λέξεις
Ανήκω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kuuluma, kuuluvad, kuulu, kuulub, kuuluda
Μεταφράσεις: kuuluma, kuuluvad, kuulu, kuulub, kuuluda