Ανήκω στα σουηδικά

Μετάφραση: ανήκω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillhör, hör, tillhöra, hör hemma, ingår
Ανήκω στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανήκω

ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω λεξικό γλώσσας σουηδικά, ανήκω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ανέχομαι στα σουηδικά - tåla, tolerera, min, tolererar, tål, att tolerera
  • ανήθικος στα σουηδικά - omoralisk, omoraliskt, omoraliska
  • ανήμπορος στα σουηδικά - hjälplös, hjälplösa, hjälplöst, lösa, löst
  • ανήσυχα στα σουηδικά - oroligt, sig oroligt, uneasily, med oro, illa till mods
Τυχαίες λέξεις
Ανήκω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tillhör, hör, tillhöra, hör hemma, ingår