Ανήκω στα φινλανδικά
Μετάφραση: ανήκω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuulua, kuuluvat, kuulu, kuuluu, kuuluvan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήκω
ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ανήκω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ανέχομαι στα φινλανδικά - suvaita, ilme, sietää, kärsiä, jaksaa, sallia, kasvot, ...
- ανήθικος στα φινλανδικά - moraaliton, kunnoton, rietas, mätä, epäsiveellinen, moraalitonta, moraalittomia, ...
- ανήμπορος στα φινλανδικά - avuton, kehno, avuttomia, avuttomaksi, avuttomana, avuttoman
- ανήσυχα στα φινλανδικά - levottomasti, vaikea sovittaa, levottomana, rauhattomana, vaikea sovittaa yhteen
Τυχαίες λέξεις
Ανήκω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kuulua, kuuluvat, kuulu, kuuluu, kuuluvan
Μεταφράσεις: kuulua, kuuluvat, kuulu, kuuluu, kuuluvan