Ανήκω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανήκω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priklausyti, priklauso, nepriklauso, priskiriami
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήκω
ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανήκω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανέχομαι στα λιθουανικά - toleruoti, netoleruoja, toleruoja, pakęsti, netoleruos
- ανήθικος στα λιθουανικά - amoralus, amoralu, amoralesni, amoralūs, amorali
- ανήμπορος στα λιθουανικά - bejėgis, bejėgiai, bejėgė, bejėgės
- ανήσυχα στα λιθουανικά - neramiai, uneasily, derėti, sunkiai suderinamas
Τυχαίες λέξεις
Ανήκω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: priklausyti, priklauso, nepriklauso, priskiriami
Μεταφράσεις: priklausyti, priklauso, nepriklauso, priskiriami