Ανήκω στα ιταλικά

Μετάφραση: ανήκω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appartenere, fanno parte, fanno, appartengono, appartiene
Ανήκω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανήκω

ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανήκω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανέχομαι στα ιταλικά - tollerare, sopportare, tollera, tollerano, tollererà
  • ανήθικος στα ιταλικά - immorale, immorali
  • ανήμπορος στα ιταλικά - impacciato, impotente, indifeso, perplesso, indifesi, inerme, impotenti
  • ανήσυχα στα ιταλικά - disagio, a disagio, inquieto
Τυχαίες λέξεις
Ανήκω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: appartenere, fanno parte, fanno, appartengono, appartiene