Ανήκω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ανήκω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
належаць, прыналежаць, належыць
Ανήκω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανήκω

ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανήκω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ανέχομαι στα λευκορωσικά - цярпець, трываць, терпеть
  • ανήθικος στα λευκορωσικά - амаральны
  • ανήμπορος στα λευκορωσικά - бездапаможны, бездапаможнае, бездапаможнасці
  • ανήσυχα στα λευκορωσικά - неспакойна, клапатліва, трывожна, нервова, неспакойным
Τυχαίες λέξεις
Ανήκω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: належаць, прыналежаць, належыць