Ανήκω στα νορβηγικά
Μετάφραση: ανήκω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilhøre, hører, tilhører, hører hjemme, høre
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήκω
ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ανήκω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ανέχομαι στα νορβηγικά - tåle, tolerere, tåler, tolererer, å tolerere
- ανήθικος στα νορβηγικά - umoralsk, umoralske, umoral
- ανήμπορος στα νορβηγικά - hjelpeløs, hjelpeløse, hjelpeløst, hjelpesløs, seg hjelpeløs
- ανήσυχα στα νορβηγικά - uneasily, urolig, beklemt, urolig på, uneasily å
Τυχαίες λέξεις
Ανήκω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: tilhøre, hører, tilhører, hører hjemme, høre
Μεταφράσεις: tilhøre, hører, tilhører, hører hjemme, høre