Ανήκω στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανήκω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartoznak, tartozik, tartozó, tartozhat
Ανήκω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανήκω

ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανήκω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανέχομαι στα ουγγρικά - elvisel, elviselni, tűri, tolerálni, tolerálja
  • ανήθικος στα ουγγρικά - erkölcstelen, erkölcstelennek, az erkölcstelen, immorális
  • ανήμπορος στα ουγγρικά - gyámoltalan, haszontalan, tehetetlen, tehetetlenül, tehetetlennek
  • ανήσυχα στα ουγγρικά - szorongva, nyugtalanul, feszengve, zavartan, kelletlenül
Τυχαίες λέξεις
Ανήκω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tartoznak, tartozik, tartozó, tartozhat