Ανήκω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ανήκω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilheyra, tilheyrir, tilheyri, eiga, heima
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήκω
ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανήκω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ανέχομαι στα ισλανδικά - líða, þola, þolir, að þola, umbera
- ανήθικος στα ισλανδικά - siðlaust, ósiðlegur, siðlaus, ósiðleg, ósiðlegt
- ανήμπορος στα ισλανδικά - aðstoðarlaus, hjálparvana, hjálparlaus, ófærir, bjargarlaus, umkomulausir
- ανήσυχα στα ισλανδικά - uneasily
Τυχαίες λέξεις
Ανήκω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tilheyra, tilheyrir, tilheyri, eiga, heima
Μεταφράσεις: tilheyra, tilheyrir, tilheyri, eiga, heima