Ασφυκτιώ στα εσθονικά
Μετάφραση: ασφυκτιώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lämmatama, lämbuma, lämmatada, lämbuda, lämbuvad
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασφυκτιώ
ασφυκτιώ κλιση, ασφυκτιώ συνώνυμα, ασφυκτιώ συνωνυμο, ασφυκτιώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, ασφυκτιώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ασφαλίζω στα εσθονικά - kinnitama, käendama, tagama, turvaline, kindlustama, kindlustada, kindlustavad, ...
- ασφαλώς στα εσθονικά - kindlasti, muidugi, kahtlemata, on kindlasti
- ασφυξία στα εσθονικά - lämbumine, lämbumist, lämbumise, lämbumisoht, lämbumisohtu
- ασφόδελος στα εσθονικά - nartsiss, Nartsissi, nartsissiväljade, nartsissiga, kollane nartsiss
Τυχαίες λέξεις
Ασφυκτιώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lämmatama, lämbuma, lämmatada, lämbuda, lämbuvad
Μεταφράσεις: lämmatama, lämbuma, lämmatada, lämbuda, lämbuvad