Ασφυκτιώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασφυκτιώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
задихатися, задихатись, душити, задихніться, задушити, придушити
Ασφυκτιώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασφυκτιώ

ασφυκτιώ κλιση, ασφυκτιώ συνώνυμα, ασφυκτιώ συνωνυμο, ασφυκτιώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασφυκτιώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασφαλίζω στα ουκρανικά - доставати, достати, передплачувати, охороняти, підписуватися, гарантувати, застрахувати
  • ασφαλώς στα ουκρανικά - звичайно, авжеж, напевно, неодмінно, аякже, звісно
  • ασφυξία στα ουκρανικά - удушення, ядуху, ядуха, задушення, душіння, придушення
  • ασφόδελος στα ουκρανικά - блідо-жовтий
Τυχαίες λέξεις
Ασφυκτιώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: задихатися, задихатись, душити, задихніться, задушити, придушити