Ασφυκτιώ στα ρουμανικά
Μετάφραση: ασφυκτιώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sufoca, sufoce, se sufoce, sufocă, sufoc
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασφυκτιώ
ασφυκτιώ κλιση, ασφυκτιώ συνώνυμα, ασφυκτιώ συνωνυμο, ασφυκτιώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ασφυκτιώ στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ασφαλίζω στα ρουμανικά - asigurat, asigura, asigure, asigurarea, a asigura, asigurare
- ασφαλώς στα ρουμανικά - desigur, cu siguranță, siguranță, siguranta, cu siguranta, sigur
- ασφυξία στα ρουμανικά - sufocare, sufocarea, de sufocare, asfixiere, sufocării
- ασφόδελος στα ρουμανικά - zarnacadea, Daffodil, narcisă, Narciselor, narcise
Τυχαίες λέξεις
Ασφυκτιώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: sufoca, sufoce, se sufoce, sufocă, sufoc
Μεταφράσεις: sufoca, sufoce, se sufoce, sufocă, sufoc