Ασφυκτιώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: ασφυκτιώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uždusti, uždusinti, slopti, dusinti, dusti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασφυκτιώ
ασφυκτιώ κλιση, ασφυκτιώ συνώνυμα, ασφυκτιώ συνωνυμο, ασφυκτιώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ασφυκτιώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ασφαλίζω στα λιθουανικά - apdrausti, užtikrinti, apsidrausti, drausti
- ασφαλώς στα λιθουανικά - žinoma, žinia, tikrai, neabejotinai
- ασφυξία στα λιθουανικά - uždusimas, uždusimo, pavojus užtrokšti, pavojus užtrokšti arba, sukelti uždusimo
- ασφόδελος στα λιθουανικά - narcizas, daffodil, gelsvasis narcizas, Bladożółty, gelsva spalva
Τυχαίες λέξεις
Ασφυκτιώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: uždusti, uždusinti, slopti, dusinti, dusti
Μεταφράσεις: uždusti, uždusinti, slopti, dusinti, dusti