Ασφυκτιώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ασφυκτιώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sufocar, sufocam, sufocá, asfixiar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασφυκτιώ
ασφυκτιώ κλιση, ασφυκτιώ συνώνυμα, ασφυκτιώ συνωνυμο, ασφυκτιώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασφυκτιώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ασφαλίζω στα πορτογαλικά - seguro, segurar, garantir, assegurar, garantir a, assegurar a
- ασφαλώς στα πορτογαλικά - certamente, certeza, sem dúvida
- ασφυξία στα πορτογαλικά - sufocação, asfixia, sufocamento, suffocation, sufoco
- ασφόδελος στα πορτογαλικά - abrótea, Daffodil, do Daffodil, narciso, Daffodil de
Τυχαίες λέξεις
Ασφυκτιώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sufocar, sufocam, sufocá, asfixiar
Μεταφράσεις: sufocar, sufocam, sufocá, asfixiar