Ασφυκτιώ στα ισπανικά
Μετάφραση: ασφυκτιώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asfixiar, sofocarse, sofocar, ahogar, asfixiarse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασφυκτιώ
ασφυκτιώ κλιση, ασφυκτιώ συνώνυμα, ασφυκτιώ συνωνυμο, ασφυκτιώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, ασφυκτιώ στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ασφαλίζω στα ισπανικά - seguro, fijo, fijar, asegurar, garantir, asegurarse, garantizar, ...
- ασφαλώς στα ισπανικά - ciertamente, duda, sin duda, seguramente, desde luego
- ασφυξία στα ισπανικά - asfixia, sofocación, la asfixia, ahogo, de asfixia
- ασφόδελος στα ισπανικά - narciso, Daffodil, del narciso, narciso de, el narciso
Τυχαίες λέξεις
Ασφυκτιώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: asfixiar, sofocarse, sofocar, ahogar, asfixiarse
Μεταφράσεις: asfixiar, sofocarse, sofocar, ahogar, asfixiarse