Βαθούλωμα στα εσθονικά
Μετάφραση: βαθούλωμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tihedus, mõlk, dent, matud, dendi, kärbe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθούλωμα
βαθούλωμα κρανίου, βαθούλωμα στο στέρνο, βαθούλωμα αυτοκινήτου, βαθούλωμα στα νύχια, βαθούλωμα στο αυτοκίνητο, βαθούλωμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, βαθούλωμα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- βαθουλωμένος στα εσθονικά - õõs, sissevajunud, älves, sälgud, mõlkis, dented, tekkinud sälgud, ...
- βαθουλώνω στα εσθονικά - tihedus, mõlk, dent, matud, dendi, kärbe
- βαθυστόχαστος στα εσθονικά - sügav, tähendusrikas, sügava, sügavat, põhjalikud, põhjalik
- βαθύς στα εσθονικά - paks, tähendusrikas, sügav, sügavat, sügava, sügavale, sügavad
Τυχαίες λέξεις
Βαθούλωμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tihedus, mõlk, dent, matud, dendi, kärbe
Μεταφράσεις: tihedus, mõlk, dent, matud, dendi, kärbe